Μπορεί να μας φαίνεται περίεργο ότι η ιδέα του κέρδους είναι σχετικά πρόσφατη. Διδασκόμαστε στο σχολείο ότι ο άνθρωπος είναι, κατά βάση, ον κτητικό κι ότι αν τον αφήναμε ελεύθερο, θα φερόταν όπως κάθε επιχειρηματίας που σέβεται τον εαυτό του. Μας λένε ότι το κίνητρο του κέρδους είναι τόσο παλιό όσο και ο άνθρωπος.
Αλλά δεν είναι έτσι. Το κίνητρο του κέρδους, όπως το γνωρίζουμε, είναι μόνο τόσο παλιό όσο και ο “σύγχρονος άνθρωπος”. Ακόμα και σήμερα, το κέρδος για το κέρδος είναι μια έννοια ξένη σε μεγάλη μερίδα του πληθυσμού της γης και η απουσία της είναι εμφανέστερη στο μεγαλύτερο κομμάτι της καταγεγραμμένης ιστορίας. Ο σερ Γουίλιαμ Πέττυ, ένας εκπληκτικός τύπος που έζησε το 17ο αιώνα (ο οποίος υπήρξε βοηθός καμαρότου, γυρολόγος, υφασματέμπορος, γιατρός, καθηγητής μουσικής και ιδρυτής μιας σχολής με την επωνυμία “Πολιτική Αριθμητική”), υποστήριζε ότι, όταν οι μισθοί ήταν ικανοποιητικοί, “ήταν δύσκολο να βρεις εργάτες, γιατί είναι τόσο ακόλαστοι, που δουλεύουν μόνο για να τρώνε ή μάλλον για να πίνουν”. Και ο σε Πίττυ δεν εξέφραζε απλώς τις προκαταλήψεις των αστών των ημερών του. Επισήμαινε ένα γεγονός που μπορεί ακόμα να παρατηρηθεί ανάμεσα στους μη εκβιομηχανισμένους λαούς του κόσμου: μια αμάθητη εργατική δύναμη, ασυνήθιστη στη μισθωτή εργασία, άβολη στα πλαίσια της βιομηχανικής ζωής, ανεξοικείωτη με την ιδέα της συνεχούς βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου, δεν πρόκειται να δουλέψει σκληρότερα αν αυξηθούν οι αμοιβές: απλούστατα θα αυξήσει τη σχόλη της. Η έννοια του κέρδους, η ιδέα ότι κάθε εργαζόμενος όχι μόνο μπορεί αλλά και πρέπει να παλεύει διαρκώς για να βελτιώνει την υλική του κατάσταση, ήταν μια ιδέα άγνωστη στα πλατιά κατώτερα και μεσαία στρώματα της αιγυπτιακής, ελληνικής, ρωμαϊκής και μεσαιωνικής κουλτούρας και άρχισε να εμφανίζεται σποραδικά κατά την εποχή της Αναγέννησης και της Μεταρρύθμισης, ενώ ήταν λίγο πολύ άγνωστη στους περισσότερους πολιτισμούς της Ανατολής. Ως μόνιμο και πανταχού παρόν χαρακτηριστικό της κοινωνίας είναι τόσο πρόσφατο όσο και η ανακάλυψη της τυπογραφίας…
…Αγορές υπάρχουν από αρχαιοτάτων χρόνων. Οι πλάκες της Τελ ελ-Αμάρνα μαρτυρούν την ύπαρξη έντονων εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των Φαραώ και των βασιλιάδων της Ανατολικής Μεσογείου το 1440 π.Χ.: χρυσός και πολεμικά άρματα ανταλλάσσονταν με σκλάβους και άλογα. Αλλά, ενώ η έννοια της ανταλλαγής είναι, ασφαλώς, τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος, όπως και με την έννοια του κέρδους, δεν πρέπει να κάνουμε το λάθος να συμπεράνουμε ότι ολόκληρος ο κόσμος έχει τις συναλλακτικές τάσεις που έχει σήμερα ακόμα κι ένα σχολιαρόπαιδο των δυτικών χωρών. Για να δώσουμε ένα γλαφυρό παράδειγμα, αναφέρεται ότι μεταξύ των ιθαγενών Μαορί της Νέας Ζηλανδίας δεν μπορείς να ρωτήσεις πόσα τρόφιμα κοστίζει ένα αγκίστρι, γιατί ανταλλαγή αυτού του είδους δεν γίνεται ποτέ, οπότε αυτή η ερώτηση φαίνεται γελοία. Αντίθετα, όμως, σε κάποιες από τις κοινότητες της Αφρικής είναι απόλυτα θεμιτό να ρωτήσεις πόσα βόδια απαιτούνται για μια γυναίκα –το είδος της ανταλλαγής που εμείς αντιμετωπίζουμε όπως οι Μαορί την ανταλλαγή τροφίμων με αγκίστρια (μολονότι, εκεί που εξακολουθεί να υφίσταται ο θεσμός της προίκας, η απόσταση ανάμεσα σ’ αυτούς και αυτούς τους αφρικανούς μειώνεται).
Αλλά οι αγορές, είτε πρόκειται για ανταλλαγές μεταξύ πρωτόγονων φυλών, όπου τα αντικείμενα στοιβάζονται καταγής είτε πρόκειται για τα συναρπακτικά περιοδεύοντα παζάρια του Μεσαίωνα, δεν είναι το ίδιο με το σύστημα της αγοράς. Γιατί το σύστημα της αγοράς δεν είναι απλώς ένα μέσο ανταλλαγής αγαθών. ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΜΙΑΣ ΟΛΟΚΛΗΡΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ…
*απόσπασμα από το βιβλίο του R. Heilbroner: οι φιλόσοφοι του οικονομικού κόσμου, 1998