O Γ.Νταλάρας τον περασμένο Φλεβάρη ξεκίνησε κύκλο συναυλιών υπό τον τίτλο «Συναυλίες Αλληλεγγύης στις γειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά: ”Είσοδος Ελεύθερη”». Στις δύο πρώτες στο Ν.Ηράκλειο και τη Νίκαια, αποδοκιμάστηκε από κόσμο αλλά όχι σε βαθμό αποτρεπτικό για την διαχείριση της “αρνητικής” εικόνας που περιορίστηκε σε συνθήματα. Μετά τις δυναμικές παρεμβάσεις που εκδηλώθηκαν στις αμέσως επόμενες συναυλίες του στο Ίλιον και τη Δάφνη, η “Πρωτοβουλία αλληλεγγύης για τη διοργάνωση των συναυλιών” ανακοινώνει την αναβολή του εγχειρήματος. Στην ανακοίνωσή αυτή γίνεται λόγος για φαινόμενα βίας που ακυρώνουν το χαρακτήρα αυτών των μουσικών εκδηλώσεων.
Η “γενναιοδωρία” του καλλιτέχνη να αφήσει τα μέγαρα και να τραγουδήσει δωρεάν για τη φτωχολογιά είναι φορτισμένη από περιεχόμενα που δεν μπορούν να ειδωθούν ξέχωρα από την επιλογή του να κινείται σε ένα σύστημα που του παρέχει αυτή τη δυνατότητα, πόσο μάλλον όταν η ίδια η γεωγραφική επιλογή των συναυλιών φανερώνει μια στρατηγική προς τις ταξικά έμφορτες γειτονιές. Και είναι αυτή η ίδια η δυνατότητα που, έστω και σημειολογικά, τροφοδότησε τις αντιδράσεις.
Η αναρρίχηση από τις φτωχογειτονιές και τις μπουάτ, στα αστικά μέγαρα και τα βόρεια προάστια, το γεγονός ότι η σύζυγος έχει πριμοδοτήσει ως υπουργός και βουλευτής του Πασόκ στην εξαθλίωση των από τα κάτω και ως ζεύγος έχουν απαντήσει με σαφήνεια στο δίλημμα: μνημόνια ή καταστροφή, καθώς και το ότι οι συναυλίες θα πραγματοποιούνταν στην εκλογική περιφέρεια της συζύγου/βουλευτή Άννας Νταλάρα λίγο πριν της εκλογές ήταν σημεία που κατέδειξαν και τα όρια της κοινωνικής ανοχής απέναντι στο “φιλολαϊκό” εγχείρημα. Τη στιγμή που κομμάτια των εκμεταλλευόμενων κινούνται προς ανοιχτές κοινωνικές διεργασίες και μορφές οργάνωσης, όπως οι Λαϊκές Συνελεύσεις μέσα σε μια συγκυρία που παράγει εμφύλια χαρακτηριστικά και με τη συστημική επιθετικότητα να διευρύνεται, οι αντιδράσεις με όρους ακύρωσης ήταν απλά θέμα χρόνου εντάσσοντας τις παρεμβάσεις στις συναυλίες του Νταλάρα στις συνολικότερες δράσεις.
Αν λάβουμε υπ’ όψιν τους χορηγούς αλλά και την προβολή σε επικοινωνιακό επίπεδο, ο πηχυαίος τίτλος των συναυλιών όχι μόνο δεν αντιπαρατίθεται στα εμπορευματικά ισοδύναμα, είτε αυτά μεταφράζονται σε χρήμα είτε στην ενίσχυση της διαχωρισμένης τέχνης από την καθημερινή ζωή, αντίθετα έρχεται να αποσπάσει τη συναίνεση στην διατήρηση αυτού του πολιτισμού με “συναυλίες αλληλεγγύης” με “είσοδο ελεύθερη”.
Οι δωρεάν παραστάσεις πέρα από όχημα αυτοπραγμάτωσης, κρύβουν και την ιδιοτέλεια του τρόπου και του σκοπού που διεξάγονται. Το αντίτιμο ενυπάρχει της κίνησης και πέρα από την υλική του αντανάκλαση. Είναι παρόν ακόμη κι όταν δεν χρειάζεται να πληρώσεις στην είσοδο. Η ύπαρξη χορηγών διασφαλίζει την αυτοσυντήρηση και το κομμάτι της διαφήμισης, σε καιρούς που τα μέγαρα μουσικής και οι κρατικές χορηγίες δεν αποτελούν τις πλέον προσοδοφόρες πηγές.
Ακόμη όμως κι αν απουσίαζαν οι χορηγοί, το αντίτιμο θα ήταν η ίδια η υπεραξία της ευαισθησίας που θα αποσπόταν από την κοινωνική συνείδηση και θα εξαργυρωνόταν με την συντήρηση της κοινωνικής αποδοχής τόσο του καλλιτέχνη, αλλά και της ίδιας του της κίνησης ως αναπόσπαστο κομμάτι αυτού του πολιτισμού. Στην προσπάθεια επιβεβαίωσης του κόσμου των εμπορευμάτων και των σχέσεων που παράγει, επιστρατεύτηκε και η έννοια της αλληλεγγύης δια της στρέβλωσής της. Η ταύτισή της με την ελεημοσύνη, τη στιγμή που τα διευρυνόμενα κοινωνικά κριτήρια εστιάζουν και στοχοποιούν τέτοια πεδία αντιφάσεων και τους φορείς τους, έρχεται να υπενθυμίσει τη συστημική αναγκαιότητα για την επιτακτικότερη αναπαραγωγή των διαχωρισμών ανάμεσα στους εκμεταλλευόμενους: αλληλεγγύη είναι να προσμένεις τα ξεροκόμματα των από πάνω, όχι να συναντήσεις το διπλανό σου δημιουργώντας πεδία αγώνα.
Οι παρεμβάσεις στις συναυλίες ενεργοποίησαν συγκεκριμένα κυριαρχικά αντανακλαστικά σε σχέση με τις δομές που το ίδιο το σύστημα καλέστηκε να προασπιστεί.
Η τέχνη μέσα στον καπιταλισμό, πέρα από εμπορεύσιμο προϊόν, αποτελεί και ένα ολόκληρο πεδίο κατασκευής ρόλων και διαχωρισμών, όντας η ίδια διαχωρισμένη από την καθημερινή ζωή.
Ο καλλιτέχνης είναι το υποκείμενο παραγωγής ευαισθησίας μέσα σε μια θεσμισμένη πραγματικότητα. Είναι ο “μάγος” που μπορεί να διεισδύει στις ατομικότητες λειαίνοντας ή απαλείφοντας τις κοινωνικές αντιθέσεις. Ένας ολόκληρος πολιτισμός του προσφέρει τις δομές του και μπορεί να κινείται άνετα μέσα τους, αρκεί αυτές να μην αμφισβητούνται. Κι αυτή είναι η ασυλία του: όσο πιο κοντά στις δομές βρίσκεται τόσο αυτές δεν θα τον ξεβράσουν. Μπορεί να τις αμφισβητήσει, αλλά όχι να τους επιτεθεί.
Η ιεραρχημένη δόμηση της ίδιας της γνώσης (ωδεία, σχολές θεάτρου κτλ), ο τρόπος και τα μέσα που το έργο εκτίθεται (γκαλερί, συναυλιάδικα, θεατρικές σκηνές, δημοτικές και κομματικές εκδηλώσεις, φεστιβάλ κτλ), οι ιδιώτες χορηγοί (βιομηχανία της τέχνης), οι κρατικοί διαχειριστές (υπουργείο πολιτισμού) υπάρχουν όχι μόνο για να παράγουν το μάγο, αλλά και τον ίδιο τον πολιτισμό, τη μαγική σφαίρα που θα του επιτρέπουν να επιπλέει.
Οι τεχνικές διαχωρισμού μέσω της εικόνας (θεαματική διαδικασία) κατέχουν κυρίαρχο ρόλο στην παραγωγή και αναπαραγωγή όχι μόνο των ίδιων των διαχωρισμών, αλλά και της φαινομενικότητας της πραγματικής ζωής. Μιλάμε κατ’ αρχάς για σχέση όπου το Είναι αποσπάται από τον ίδιο του τον εαυτό, εμπλουτίζεται από το κυριαρχικό ψεύδος και επανατοποθετείται ως μια νέα αλήθεια, διαχωρισμένη. Αυτή η νέα αλήθεια είναι που επαναπροσδιορίζει και τους όρους επικοινωνίας. Εν προκειμένω ο καλλιτέχνης, συντίθεται σε μια ιεροποιημένη εικόνα που θα καταναλώσουν οι θεατές, θα ενσωματώσουν τους κώδικες που εκπέμπει αναπαράγοντας τη σχέση. Δεν έχει σημασία η διαρκής τοποθέτησή του μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι, είναι απλά καλλιτέχνης. Όταν αυτή η σχέση τίθεται υπό αμφισβήτηση οι μηχανές του θεάματος κάθε άλλο παρά αδρανής θα μείνουν.
Το Θέαμα ενεργοποιώντας τις αντιδράσεις του σε σχέση με τα γεγονότα στις συναυλίες του Νταλάρα, υπερασπίστηκε τον ίδιο του τον εαυτό. Ενδεικτική είναι η δήλωση του Χρήστου Παναγιωτόπουλου (Mega Channel):
«Οι δημοσιογράφοι του Μega απευθύνθηκαν σε πάρα πολλούς καλλιτέχνες και τους ζήτησαν να σχολιάσουν το γεγονός. Προσέξτε: όχι να αξιολογήσουν την καλλιτεχνική αξία του Νταλάρα, ούτε να πουν αν είναι σύμφωνοι με την πορεία του στο τραγούδι, ούτε βέβαια να κρίνουν τον τρόπο ζωής του. Τους ζήτησαν μόνο να διατυπώσουν τη γνώμη τους για τις καρεκλιές και το γιαούρτωμα σε συναυλία, την οποία έδινε χωρίς εισιτήριο…»
Σημασία δεν έχει αν αρέσει ή όχι ο κάθε Νταλάρας, αυτό έπεται, σημασία έχει ότι διατρήθηκε το αυτονόητο της σφαίρας στην οποία κινείται. Η αποκαθήλωση ενός “μάγου” αμφισβητεί την ίδια τη “μαγεία”. Και προφανώς η έγκληση σε καλλιτέχνες να υπερασπιστούν τις δομές που τους συντηρούν, απευθυνόταν στον ίδιο τον κόσμο του Θεάματος για την ενεργοποίηση των εργαλείων του. Ήταν περισσότερο ένα σήμα κινδύνου, ανάμεσα σε άλλα, παρά το εναρκτήριο λάκτισμα για τη συκοφάντηση και απονοηματοδότηση της επιθετικότητας της “μάζας”.
Η κυριαρχική ρητορεία για «ακραίες μειοψηφίες» που προκαλούν έκρυθμες καταστάσεις και αποτελούν κίνδυνο για τη Δημοκρατία, εφηύρε το έδαφος να ξεδιπλωθεί αποκόβοντας τα περιεχόμενα και τα γεγονότα, για να τα εισάγει ξανά δημιουργώντας μια διαθλασμένη πραγματικότητα.
Οι κάμερες μετά τη συναυλία στο Ίλιον, εστίασαν σε ένα μαχαίρι και τα ρατσιστικά συνθήματα των λιγοστών εθνικοπατριωτών του ΕΠΑΜ που βρέθηκαν εκεί. Η επιδεικτική “άγνοια” για την ύπαρξη συντρόφων που είχαν παραβρεθεί εξαρχής με πολιτικά κείμενα και πανό αποτελεί και τη βάση πάνω στην οποία έρχεται να πατήσει η κατασκευή ενός «φασιστικού συνονθυλεύματος που καταχράται την ελευθερία της έκφρασης για να ασκήσει “δημοκρατική” τρομοκρατία». Ο πολιτικός λόγος των αντιδράσεων δεν υπάρχει και τα υποκείμενά της τσουβαλιάζονται με άλλα για να παραχθεί το ψευτοδίλημμα: Δημοκρατία της νομιμότητας ή φασισμός των μειοψηφιών;
Κάθε επίθεση στις δομές του υπάρχοντος πρέπει να αποτελεί κι ένα διαχειρίσιμο μέγεθος για τις τηλεοράσεις, τα sites, τα ραδιόφωνα. Ένα μέγεθος που θα καταλήγει στην κοινωνική συνείδηση εντελώς ξένο από αυτό που είναι.
Η “καταδίκη της βίας” δηλώθηκε από κάθε είδους δημοσιογράφους, διανοούμενους, όλα τα πολιτικά κόμματα με πλήθος χαρακτηρισμών με ένα όμως κοινό σημείο:
Την αναπαραγωγή του εξουσιαστικού λόγου και την υπεράσπιση των δομών παραγωγής του. Η απόσυρση του Νταλάρα από το φιλάνθρωπο έργο του αποτυπώθηκε ως ήττα της δημοκρατίας, για να εστιάσει το Θέαμα σε μια μικρή νίκη του φασισμού με φιοριτούρες “θηριωδίας”, ώστε να μένει εν ενεργεία το πεδίο των αυτοματισμών.
Η τοποθέτηση του Σ.Κραουνάκη: «Πιστεύω ότι οι καλλιτέχνες δεν πρέπει να διατίθενται δωρεάν. Πρέπει να παίξουμε με χαμηλή τιμή, αλλά όχι δωρεάν. Το δωρεάν επιτρέπει μια προσβασιμότητα που δεν ελέγχεται» έρχεται να υπερασπιστεί αυτή ακριβώς τη διαδικασία με μια διττή στόχευση. Η πρώτη είναι η ενεργοποίηση αυτών των αυτοματισμών σε αυτούς που θέλησαν να τιμήσουν την δωρεά του καλλιτέχνη τροφοδοτώντας τα μικροαστικά αντανακλαστικά ενάντια στους παρεμβαίνοντες.
Η δεύτερη είναι η επίκληση του αντιτίμου ως κομμάτι του κοινωνικού ελέγχου σε έναν οριοθετημένο νοηματικά χώρο, όπως αυτόν της συναυλίας.
Τα μεγέθη και οι ποιότητες προπαγάνδας των συστημικών “απαντήσεων” καθιστούν τον Νταλάρα, απλή αφορμή για την υπεράσπιση ενός ολόκληρου πολιτισμού. Και μπορεί οι εικόνα να φθείρεται και η μνήμη των γεγονότων να σβήνει, όμως αυτό που καταγράφεται στο κοινωνικό συνειδησιακό για να μπορεί να ενεργοποιηθεί ανα πάσα στιγμή, δεν είναι άλλο απο τον ολοκληρωτικό πυρήνα της δημοκρατίας.
Το “σπάσιμο” των Θεαματικών κωδίκων ως αναλυτικό εργαλείο δεν αποτελεί απλά κομμάτι του αγώνα απέναντι στο Υπάρχον. Διαπερνά όλο το φάσμα της κοινωνικής ζωής, εκεί που το Θέαμα υπάρχει και αναπαράγεται, εκεί που θα ενεργοποιήσει κάθε φορά τις διαμεσολαβημένες σχέσεις που έχει ήδη παράξει. Έχει σημασία λοιπόν παράλληλα με την επίθεση στις δομές του, στις ρηγματώσεις που δημιουργούνται, να ξεδιπλώνεται το πρόταγμα της αυτοοργάνωσης χτίζοντας οριζόντιες σχέσεις στον αντίποδα των διαμεσολαβήσεων.