Στο ξεκίνημά της η Καταστασιακή Διεθνής απαρτιζόταν από καλλιτέχνες, που προέρχονταν από τη μεταπολεμική ευρωπαϊκή πρωτοπορία: την ομάδα Cobra, τούς Λετριστές, που κι αυτοί είχαν επηρεαστεί από παλιότερα ρεύματα τών αρχών τού 20ού αιώνα (Νταντά, υπερρεαλιστές, φουτουριστές, κ.λπ.). Εκείνα τα διαφορετικά παλιότερα κινήματα δεν είχαν μείνει ανεπηρέαστα από πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα τής εποχής τους (το μαρξισμό, τη ρώσικη επανάσταση, τον ιταλικό φασισμό) και συχνά επαναφομοιώνονταν από αυτά. Όσοι γλύτωναν από την πολιτική επαναφομοίωση, επέστρεφαν και πάλι σε μια τέχνη, στην απαξίωση τής οποίας είχαν και οι ίδιοι συνεισφέρει, και η οποία, μη μπορώντας να δώσει πλέον νόημα στη ζωή τους, μετασχηματίστηκε σε συντεχνιακή πρακτική και ιδεολογία. |
Από τη δική τους πλευρά, οι καταστασιακοί ήθελαν να ζήσουν την τέχνη, όχι πλέον σαν μια μαρτυρία τού αστικού ανθρωπισμού αλλά σαν την ίδια τη μορφή αυτού τού ανθρωπισμού. Δεν ήθελαν πλέον να παράγουν απλώς έργα τέχνης που εκθειάζουν τις νίκες τής κυρίαρχης τάξης (ή τού προλεταριάτου), αλλά να πράξουν έτσι ώστε ο καλλιτέχνης, με την προσωπική του στάση, να μετέχει στη δημιουργική πράξη. Αυτό ακριβώς εξέφρασαν ως θέληση πραγμάτωσης και συνεπώς κατάργησης τής τέχνης.
Βεβαίως ούτε και οι καταστασιακοί έμειναν ανεπηρέαστοι από την εποχή τους. Ωστόσο υπήρξαν έντιμοι κι αυτό μαρτυρά το γεγονός οτι οι αναζητήσεις τους ξέφυγαν εν μέρει από τις ιδεολογικές επιρροές.
Πράγματι, ως καλλιτέχνες καταπιάστηκαν ειλικρινά με το ξεπέρασμα τής τέχνης και προώθησαν καινούργια πειραματικά εργαλεία: τη μεταστροφή, την κατασκευή καταστάσεων, την κριτική τής καθημερινής ζωής. «Δεν υπάρχει ελευθερία στη χρήση τού χρόνου χωρίς την κατοχή τών σύγχρονων εργαλείων κατασκευής τής καθημερινής ζωής. H χρήση τέτοιων εργαλείων θα σημαδέψει το άλμα από μια ουτοπική επαναστατική τέχνη σε μια πειραματική επαναστατική τέχνη» (Γκυ Ντεμπόρ, Internationale Situationniste, τχ 6).
Όπως οι κλασικοί καλλιτέχνες εξερευνούσαν την αδρανή ύλη με τη βοήθεια πινέλων ή τού σκαρπέλου, οι καταστασιακοί, οπλισμένοι με καινούργια εργαλεία, εξερεύνησαν το νεό υλικό τους, την καθημερινή ζωή. «H καθημερινή ζωή είναι το μέτρο τών πάντων: τής ολοκλήρωσης ή τής μη-ολοκλήρωσης τών ανθρώπινων σχέσεων τής χρήσης τού βιωμένου χρόνου τών ερευνών τής τέχνης τής επαναστατικής πολιτικής» (Ντεμπόρ, I.S., τχ 6).
Απέναντι σε καλλιτέχνες που δεν είχαν καταφέρει να βρουν το δρόμο για ν’ αποφεύγουν τις παγίδες τών ιδεολογιών ή τού κορπορατισμού, η κριτική τής καθημερινής ζωής έγινε μια στρατηγική τοποθέτηση: «H καθημερινή ζωή είναι το σύνορο ανάμεσα στον κυριαρχούμενο και τον μη-κυριαρχούμενο τομέα τής ζωής, δηλαδή ο τόπος τού τυχαίου-διακυβευόμενου» (Ντεμπόρ, I.S., τχ 6).
Οι καταστασιακοί εισέδυσαν στον ιστό τής πολης, τον προκάλεσαν και δοκίμασαν εκεί καινούργιες πειραματικές σχέσεις. Δεν το έκαναν στο όνομα ιδεολογικών προκαταλήψεων αλλά ελεύθερα, με μια αυστηρότητα σχεδόν επιστημονική. «Παράδειγμα τής κατάστασής μου αυτή τη νύχτα (με την πιο πρωτογενή, αδιαμόρφωτη έννοια). Ένα τραπέζι που κοιτάει στα δυτικά, μπροστά από δυό παράθυρα φορτηγά από την αγορά τών Halles ακούγοντας το κονσέρτο 8 τού opus 6 (Βιβάλντι). Γράφω στον Πάτρικ Στάραμ πίνοντας ροζέ. Σ’ αυτό το πρόχειρο παράδειγμα: ‘Εκρήγνυται η βιαιότερη εκδήλωση τής αδιαμόρφωτης κατάστασης μέσα στο καπιταλιστικό καθεστώς: η απόσταση, ο διαχωρισμός’» (Ντεμπόρ, επιστολή στον Π. Στάραμ, 25 Οκτωβρίου 1960).
Η Κ.Δ. ήταν αξιόλογη επειδή ήταν η μοναδική ομάδα καλλιτεχνών που προσπάθησαν να συγκρουστούν συστηματικά με την ιδεολογική δομή τής αστικής κοινωνίας. «Θέλουμε ν’ απαλλοτριώσουμε τούς θεσμούς που γονατίζουν τούς ανθρώπους, ν’ απαλλοτριώσουμε τα εργαλεία παραγωγής εξαρτημένων ανακλαστικών τα οποία διαθέτουν αυτοί οι θεσμοί. Για την απελευθέρωση τών φυλακισμένων ονείρων μας, δεν υπάρχει πράγματι καμμιά άλλη δυνατότητα από το να ιδιοποιηθούμε για λογαριασμό μας τούς παράγοντες που μάς διαμορφώνουν» (Ούβε Λάουζεν, I.S., τχ 8).
Ενώ τ’ απομεινάρια τών παλιών πρωτοποριών είχαν πλέον περιοριστεί σε μια επαναληπτική και άψυχη πρακτική, το πρώτο καταστασιακό κύμα αποστασιοποιήθηκε από τα κλασικά εργαλεία και στηρίγματα τής τέχνης κι έφθασε ώς την κριτική τής πολεοδομίας. «Δεν κατοικούμε στη συνοικία κάποιας πόλης αλλά στην εξουσία. Κατοικούμε κάπου μέσα στην ιεραρχία» (Α. Κοτάνυι και Ρ. Βανεγκέμ, I.S., τχ 6). «Η πολεοδομία είναι η πληρέστερη συγκεκριμένη πραγμάτωση ενός εφιάλτη» (Βανεγκέμ, I.S., τχ 6). «Ο σχεδιασμός μιάς πόλης, οι δρόμοι της, οι τοίχοι της, οι συνοικίες της, αποτελούν σήματα μιάς παράξενης παραγωγής εξαρτημένων ανακλαστικών» (Βανεγκέμ, I.S., τχ 6). «Όλος ο χώρος έχει πλέον καταληφθεί από τον εχθρό, ο οποίος καθυπόταξε για λογαριασμό του ακόμα και τούς στοιχειωδέστερους κανόνες τού χώρου (πέρα από τη νομοθεσία, τη γεωμετρία). H στιγμή εμφάνισης τής αυθεντικής πολεοδομίας θα έρθει όταν, μέσα σε ορισμένες ζώνες, καταγγείλουμε βροντερά το κενό αυτής τής καθυπόταξης. Αυτό που ονομάζουμε ‘κατάσταση’, αρχίζει από εκεί. Μπορούμε να την κατανοήσουμε με τη βοήθεια τής έννοιας ‘θετική οπή’, την οποία έφτιαξε η σύγχρονη Φυσική. Το να υλοποιήσουμε την ελευθερία, σημαίνει πρώτα απ’ όλα ν’ απαλλοτριώσουμε μερικά κομμάτια από την επιφάνεια τού υποταγμένου πλανήτη» (Βανεγκέμ, I.S., τχ 6).
Αυτή η εμμονή τους με την ποιότητα τού χώρου, τούς οδήγησε στα όρια τής κριτικής τού δικαίου, τών οφθαλμαπατών του και τών νομικών κενών του. «Συναντάμε την έννοια ‘πατρίδα’ στα βιβλία τής ιστορίας. Λόγια τέτοιου είδους είναι φορτισμένα με την υπόσχεση οτι υπάρχει κάπου, σε μια γεωγραφική σχέση, μια αντιστοιχία ανάμεσα στην προσωπικότητά μας και ένα περιβάλλον. Τέτοια λόγια έχουν κινητοποιήσει τις σκέψεις και τα όνειρα. H πατρίδα παρουσιαζόταν σαν ένας συλλογικός χώρος για τις ιδέες και τις πράξεις, σαν μια επαφή ανθρώπων μέσα σ’ ένα κοινοτικό έδαφος. Είναι σαφές οτι σήμερα η πατρίδα μας βρίσκεται παντού. Ή μάλλον, ακριβέστερα, η πατρίδα μας δεν βρίσκεται πουθενά» (Ούβε Λάουζεν, I.S., τχ 8).
Ζώντας τις αντιφάσεις τους με ειλικρίνεια, οι καταστασιακοί δεν επεδίωξαν να καμωθούν πως είναι ελεύθεροι αλλά, αντίθετα, θέλησαν να δώσουν υλική μορφή στη δική τους έλλειψη ικανοποίησης ώστε να την καταγγείλλουν. «H πραγματικότητα από την οποία πρέπει να ξεκινάμε, είναι η έλλειψη ικανοποίησης» (Γκυ Ντεμπόρ, Σχετικά με το πέρασμα μερικών προσώπων δια μέσου μιάς αρκετά σύντομης χρονικής ενότητας, 1959). Έτσι οδηγήθηκαν στη διατύπωση μιάς αυθεντικής θεωρίας τής έλλειψης ικανοποίησης: «Πράγματι, τα πάντα εξαρτώνται από το επίπεδο στο οποίο τολμάμε να θέσουμε αυτό το πρόβλημα: πώς ζούμε; Πώς ικανοποιούμαστε; Πώς δεν ικανοποιούμαστε;» (Ντεμπόρ, I.S., τχ 6).
Η κριτική που άσκησαν στην οργάνωση τής ζωής, τούς οδήγησε σε μια κριτική τού γλωσσικού συστήματος: «Οι λέξεις δουλεύουν για λογαριασμό τής κυρίαρχης οργάνωσης τής ζωής» (I.S., τχ 8). «Το πρόβλημα τού γλωσσικού συστήματος βρίσκεται στο επίκεντρο όλων τών αγώνων για την κατάργηση ή τη συντήρηση τής παρούσας αλλοτρίωσης. Είναι αδιαχώριστο από το σύνολο τού πεδίου αυτών τών αγώνων. Ζούμε μέσα στο γλωσσικό σύστημα όπως ζούμε μέσα στο μολυσμένο αέρα» (I.S., τχ 8).
Η κριτική τής οργάνωσης τής ζωής και η κριτική τής οργάνωσης τού γλωσσικού συστήματος τούς οδήγησε να επανεξετάσουν το ίδιο το ζήτημα τής οργάνωσης: «Δεν αμφισβητούμε ποτέ πραγματικά μια οργάνωση τής ύπαρξης χωρίς ν’ αμφισβητούμε και όλες τις μορφές γλωσσικού συστήματος που ανήκουν σε αυτήν» (Ντεμπόρ, Σχετικά με το πέρασμα). «Οι ομάδες που ψάχνουν να δημιουργήσουν μια επαναστατική οργάνωση νέου τύπου, συναντούν τη μεγαλύτερη δυσκολία στο έργο τής εγκαθίδρυσης καινούργιων ανθρώπινων σχέσεων μέσα σε μια τέτοια οργάνωση» (I.S., τχ 6). «Είναι αδιανόητο μια οργάνωση, που αντιπροσωπεύει την αμφισβήτηση όπως τη βιώνουν οι άνθρωποι, και η οποία ξέρει να τούς μιλά, να παραμένει αδύναμη «. (I.S., τχ 7).
*
Μέσα στην καταστασιακή προοπτική υπήρχαν οι προϋποθέσεις μιάς επανάστασης τού νοήματος, που θα μπορούσε να αφορά όλες τις κοινωνικές κατηγορίες. Το σκάνδαλο δεν είχε να κάνει τόσο με την έλλειψη ικανοποίησης τών φτωχών όσο με την έλλειψη ικανοποίησης τών πλούσιων. Πώς είναι δυνατόν τραπεζίτες, πανεπιστημιακοί, καλλιτέχνες, επιχειρηματίες, άνθρωποι τόσο έξυπνοι και υπεύθυνοι, να δέχονται να ζουν μια τόσο ποταπή καθημερινή ζωή;
Οι καταστασιακοί ανείγγειλαν τη θεωρία αυτής τής έλλειψης ικανοποίησης αλλά δεν μπόρεσαν να περάσουν στην πράξη. Από τη Συνδιάσκεψη τού Λονδίνου, το Σεπτέμβριο τού 1960, χωρίστηκαν σε δυο τάσεις: μια τάση καλλιτεχνική και μια τάση προλεταριακή. Αυτή η διαίρεση έληξε με τη Συνδιάσκεψη τού Γκέτεμποργκ, τον Αύγουστο τού 1961, που οδήγησε στο μαζικό εξοστρακισμό τών καλλιτεχνών κατά τούς επόμενους μήνες.
Με επικεφαλής τούς Γερμανούς τής ομάδας Spur, οι καταστασιακοί τής καλλιτεχνικής τάσης, που δικαίως αμφισβητούσαν την επαναστατική ικανότητα τού προλεταριάτου, τρομοκρατήθηκαν από τις συνέπειες ενός ξεπεράσματος τής τέχνης, το οποίο έθετε υπό αμφισβήτηση τη μίζερη ζωή τους ως καλλιτεχνών. Εγκατέλειψαν τα πειραματικά εργαλεία και ξαναγύρισαν στα πινέλα τους, στα σκαρπέλα τους και στα χάπενινγκς τους.
Έτσι, σ’ εκείνους που μετείχαν στην τάση που παρέμεινε — και οι οποίοι αρνούνταν να παραμείνουν στο πλαίσιο μιάς καλιτεχνικής πρακτικής, την συντεχνιακή διάσταση τής οποίας είχαν ξεγυμνώσει –, έπεσε ο κλήρος να επεξεργαστούν την αυθεντική προοπτική τών νέων εργαλείων τους: να εγκαθιδρύσουν καινούργιες ανθρώπινες σχέσεις, τουλάχιστον αναμεταξύ τους. Ωστόσο, μόλις εσήμανε η ώρα να χτίσουν αυτή την καινούργια οργάνωση, αποδείχτηκαν ανίκανοι για κάτι τέτοιο και το μόνο που κατέφεραν ήταν ν’ αλληλοφαγωθούν.
Οι τελευταίοι καταστασιακοί έφτιαξαν μια νέα «ανατρεπτική» θεωρία, τη θεωρία τού θεάματος, και, επηρεασμένοι από την ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα, εγκατέλειψαν τα πρωτότυπα εργαλεία τους για να κατέβουν στις μάζες. Έτσι κατάντησαν μια ακόμα αριστερίστικη οργάνωση. Από τη στιγμή που έπαψαν ν’ ανιχνεύουν τη δική τους έλλειψη ικανοποίησης, έπαψαν να είναι γνήσιοι και οι δραστηριότητές τους σημαδεύτηκαν από την πιο ουσιαστικά αστική έκφραση τού διαχωρισμού: την αυτονόμηση τής σκέψης.
Παγιδευμένοι μέσα στο μαρξιστικό οφελιμισμό, βάστηξαν την καταστασιακή μορφή τού περιοδικού τους και τού λεξιλογίου τους, αλλά εγκατέλειψαν τα εργαλεία στα οποία ώφειλαν την πρωτοτυπία τους κι έτσι απώλεσαν την καταστασιακή αξιοπιστία τους. Ανατρεπτική δεν ήταν η θεωρία τού θεάματος αλλά η κριτική που έκαναν στη δική τους έλλειψη ικανοποίησης. Οι μάζες νίκησαν την Κ.Δ.!
Η Καταστασιακή Διεθνής υπήρξε ο τόπος ενός λόγου, ο τόπος μιάς αλήθειας, αλλά δεν υπήρξε ποτέ ο τόπος τής κριτικής αυτού τού λόγου κι αυτής τής αλήθειας. Εκεί που άρχισαν οι αναμεταξύ τους διαφωνίες, εκεί που άρχιζε η ανθρώπινη ζωή, η Κ.Δ. έβαλε μπρος τις διαγραφές.
H Καταστασιακή Διεθνής δεν υπήρξε ποτέ ένας κόσμος.
Υβ Λε Μανάκ
23 Νοεμβρίου 2004