Στοιχειώδες αγαπητέ Γουάτσον! O Σαββόπουλος είναι ήδη νεκρός.

Ήδη από τις αρχές της μακρινής δεκαετίας του ’90, δεν υπήρχε μεγαλύτερη κοινοτοπία στο πεδίο “τέχνη και πολιτική” από το ανάθεμα στο Διονύση Σαββόπουλο1 και την ταυτόχρονη διαπίστωση πως he joined the dark side (και επομένως καλό θα ήταν να ξεκινήσει θεραπεία για το άσθμα). Κοινοτοπία που έπαιρνε ποικίλες μορφές, από τους κλασικούς αφορισμούς περί “διαχωρισμού του καλλιτέχνη από το έργο του” έως τα γεροντοφοβικά κλισέ περί “επαναστατικότητας που παρέρχεται με τα χρόνια” και διάφορα τέτοια συναφή. Και για τους λίγους/λίγες οπαδούς του, που συνέχιζαν παρ’ όλα αυτά να μιλούν για τον απρόσμενο σπαραγμό που διέκριναν στα “κορίτσια που πηγαίνουν δυο-δυο”, υπήρχε και η αποστομωτική κριτική για το Σαββόπουλο-κλέφτη μουσικών θεμάτων ή το Σαββόπουλο-αντιγραφέουλα του Ντύλαν, πλάι φυσικά στην κριτική για το Σαββόπουλο-σαλτιμπάγκο και το Σαββόπουλο-σφογγοκωλάριο κάθε εξουσίας. Ε και καθόλου άδικα βέβαια, καθώς κι αυτός ο αθεόφοβος δεν άφησε σπιθαμή σιχαμάρας αδιάβατη όλα αυτά τα χρόνια2.

Όταν λοιπόν εν έτει 2020 το τραγούδι “Ας κρατήσουν οι χοροί” ξεκινάει μια νέα λαμπρή σταδιοδρομία ως το κεντρικό βίντεο κλιπ της επετείου των 200 χρόνων από την εθνική παλιγγενεσία3, η συζήτηση για τον “ξεπουλημένο Σαββόπουλο που γίνεται όργανο στα χέρια της δεξιάς” φαντάζει τουλάχιστον παρωχημένη, αν όχι εντελώς φαιδρή. Το γιατί είναι μάλλον απλό.

Το “Ας κρατήσουν οι χοροί” είναι ένα τραγούδι αριστοτεχνικά φτιαγμένο και απολύτως κατάλληλο – ήδη από τον καιρό που γράφτηκε, το εξωτικό 1983 – για να υπηρετήσει έναν βασικό σκοπό: Να φτιάξει μία συνεκτική αφήγηση για την ελληνικότητα, να γίνει ένας νέος εθνικός ύμνος, κλέβοντας τη δόξα από το “Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας” και στέλνοντας Ελύτη και Θεοδωράκη στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Και προφανώς το πέτυχε και συνεχίζει να το πετυχαίνει, με πολλούς και ποικίλους τρόπους. Κατ’ αρχάς, ήδη από το ρυθμικό του μέρος η ελληνικότητα ξεχειλίζει, καθώς βρισκόμαστε μπροστά στα περίφημα επτά όγδοα (πιο γκρηκ πεθαίνεις), παιγμένα ως “έν-δυο-τρι, έν-δυο, έν-δυο” και ναι ναι, καλά καταλάβατε, πρόκειται για τον περίφημο καλαματιανό, το κλασικότερο ρυθμικό σχήμα της παραδοσιακής μουσικής του ελλαδικού χώρου (τουλάχιστον γι’ αυτά τα 200 χρόνια που μας ενδιαφέρουν). Ναι λοιπόν, είναι αυτός ο ίδιος ο μαγικός καλαματιανός που κάνει τους έλληνες και τις ελληνίδες να ξεχνάν βρε αδερφέ τις διαφορές τους και με ένα “Ώπα!” να πιάνονται χέρι-χέρι και να χορεύουν σε χορούς κυκλωτικούς, δοξάζοντας τον μεγαλοδύναμο που τους παραχώρησε αυτή τη φλούδα γης, λουσμένη στον ήλιο του Αιγαίου. Όμορφα πράματα.

Αλλά και το μελωδικό μέρος του τραγουδιού, είναι κομμένο και ραμμένο “δια την προαγωγήν της εθνικής ανατάσεως”, συνοδευομένης από μικρές, ταπεινές, δόσεις ανατριχίλας: Ματζόρε για να παιανίσει, μινόρε για να χαϊδευτεί, όχι βέβαια για πολύ. Μόνο για τόσο, όσο χρειάζεται το ματζόρε για να επανέλθει θριαμβικά, μεγεθύνοντας μέσω της αντίθεσης το επιθυμητό αποτέλεσμα4.

Και φυσικά οι στίχοι. Οι στίχοι που ξεδιπλώνονται ένας προς έναν, ρίχνοντας αυθεντικές ρωμαίικες καρπαζές5 προς κάθε “μη έλληνα-βάρβαρο”, σαν αυτές που δίνει το πολύσπαστο χέρι του Καραγκιόζη στο Χατζηαβάτη: Οι έλληνες που γράφουν την ιστορία τους στα ουράνια σώματα, ο παππούς σε μέρη αυτόνομα μέσα στην τουρκοκρατία και βέβαια των ελλήνων οι κοινότητες, που είτε με τις αρχαιότητες είτε με ορθοδοξία, φτιάχνουν άλλο γαλαξία. Κι ο Παπαρρηγόπουλος σε μια γωνιά να κάθεται απορημένος, διότι ποιος θα φανταζόταν ότι την ιδεάρα της ιστορικής συνέχειας της ελληνικής φυλής για τρεις χιλιάδες χρόνια, θα κατάφερνε να την κάνει καραμέλα στο στόμα των νεοελλήνων ένας αριστερός τραγουδοποιός…

Μα πώς μπορεί να συνέβη αυτό;”

Πάμε λοιπόν πίσω στα 1983.

Ο λαός είναι ήδη στην εξουσία, εδώ και δύο χρόνια. Και μπορει μεν η σοσιαλδημοκρατία να παίρνει την μεταπολιτευτική της ρεβάνς, ταυτόχρονα όμως η εθνική συμφιλίωση λαμβάνει σάρκα και οστά με την αναγνώριση της εθνικής αντίστασης και την κατάργηση των τελευταίων μεταξικών ρυθμίσεων σχετικά με τα πιστοποιητικά φρονημάτων και την προστασία από τον κομμουνισμό6. Η Ελλάδα είναι “εθνικά αρραγής” και διόλου τυχαία δίπλα στο “λαϊκή κυριαρχία” των πασοκικών συνθημάτων, φιγουράρει πάντοτε το “εθνική ανεξαρτησία”. Οι γλωσσικές και θρησκευτικές μειονότητες έχουν τεχνηέντως σχεδόν εξαφανιστεί και οι μετανάστες είναι κάτι το εξωτικό -και σίγουρα μη ορατό. Οι κάτοικοι του ελλαδικού χώρου είναι πιο ομογενοποιημένοι από ποτέ, φυλετικά, θρησκευτικά και ως ένα βαθμό πολιτικά7. Και έχοντας υποφέρει -σύμφωνα με τη μεγάλη εθνική αφήγηση- χρόνια τουρκοκρατίας, βαυαροκρατίας και πλείστων όσων ξένων επεμβάσεων, διεκδικούν μερίδιο εθνικής υπερηφάνειας, ακόμη και μέσω της Εθνικής Ελλάδος, που τον καιρό εκείνο είναι αναμφισβήτητα ο καρπαζοεισπράκτορας των διεθνών αθλητικών οργανώσεων.

Μια λατρεία αναδύεται για τις παραδόσεις και τα ήθη του λαού μας. Η λαϊκή κουλτούρα αναγορεύεται σε πυλώνα αντίστασης και τα φοιτητικά στέκια εξοπλίζονται με μπουζουκομπαγλαμάδες, καθώς τα ρεμπέτικα γίνονται δομικό στοιχείο της νεανικής αμφισβήτησης. Στο κεντρικό ερώτημα “και ποιοι είναι τώρα οι αντίπαλοι της αριστεράς;” η αυθόρμητη απάντηση είναι προφανώς “οι αμερικάνοι”. Και την ίδια στιγμή -και διόλου τυχαία- πλήθος ρομαντικών ενατενίσεων της “απλής και χαρούμενης ζωής στην κοινότητα”, μετατρέπουν τις -συχνά τερατώδεις- μικροκοινωνίες της υπαίθρου, σε υποτιθέμενα “σπαράγματα προκαπιταλιστικών παραδείσων” (παρ’ όλο που σε κάποια εξ αριστερών ερωτήματα μπορούμε πράγματι να διακρίνουμε ένα μείγμα καλοπροαίρετης ανθρωπολογικής προσέγγισης και αφελούς κοινοτιστικού ρομαντισμού). Η επιστροφή στις ρίζες είναι πλέον το νέο ανάχωμα απέναντι στην εξαφάνιση του “ξεχωριστού ελληνικού τρόπου ζωής”.

Όλα λοιπόν αυτά τα είδε και τα έζησε το 1983 ο Σαββόπουλος και κατάφερε να τα χωρέσει σε ένα και μόνο τραγούδι. Και το έκανε τόσο καλά, ώστε όταν το 2020 το τραγούδι αυτό έγινε βίντεο κλιπ8 για να υμνήσει μια επέτειο διακοσίων χρόνων εθνικής υπερηφάνειας, δεν χρειάστηκε καμία απολύτως στιχουργική προσθήκη ή αλλαγή. Διότι το “Ας κρατήσουν οι χοροί” δεν είναι μια απλή δεξιά αφήγηση. Είναι μια δεξιά αφήγηση φτιαγμένη με αριστερά υλικά και γι’ αυτό καταφέρνει να μην είναι απλώς μια αφήγηση των δεξιών αλλά μια αφήγηση όλων των ελλήνων. Πίσω από τους στίχους του τραγουδιού δεν κρύβεται η Κεραμέως με την κατάργηση της κοινωνιολογίας και των καλλιτεχνικών, δεν κρύβεται ο Άδωνις και οι τηλεπωλήσεις του. Πίσω από τους στίχους αυτούς μπορεί να στεκόμαστε όλες και όλοι εμείς, ή τουλάχιστον όσ@ από εμάς ανεχόμασταν και νομιμοποιούσαμε εδώ και χρόνια τον επιθετικό χαρακτήρα της ελληνικής ταυτότητας. Όταν βλέπαμε σιωπηλά τον αριστερό μας πρωθυπουργό στη Σουμελά να προσκυνάει τις εικόνες. Όταν αποδεχόμασταν άκριτα τον εθνικιστικό λόγο μιας μερίδας του εγχώριου αντάρτικου πόλης. Όταν κάναμε εύκολες αναγωγές στην έννοια του “λαού”, εγκαταλείποντας την έννοια του “προλεταριάτου”. Όταν φλερτάραμε πολιτικά με τους κάθε λογής αγανακτισμένους και τις “αυθόρμητες λαϊκές εξεγέρσεις”. Όταν θαυμάζαμε τη λαϊκή παράδοση, αποσυνδέοντάς την από την κριτική της μηδενικής ανοχής στη διαφορετικότητα.

“Η τέχνη είναι επικίνδυνη”, λέμε συχνά και χαιρόμαστε, πιστεύοντας ακράδαντα πως η εξουσία τη φοβάται. Πού και πού όμως, καλό είναι να τρώμε και καμιά κατραπακιά, σαν αυτές που μας τάισε με αυτό το βίντεο κλιπ ο Νιόνιος -κατά τα άλλα νεκρός από το 1990. Να έτσι, για να θυμόμαστε απλώς ότι η τέχνη μπορεί πράγματι να είναι επικίνδυνη, όχι όμως μόνο για την εξουσία αλλά και για την ίδια την κοινωνία.

.


1  Στις τοπ τεν αφορμές αναθέματος, ξεχωριστό highlight θα είναι πάντοτε οι υποχρεωτικές συναυλίες για φαντάρους το 1992 και τα σφιχταγκαλιάσματα on stage με τον τότε Υπουργό Άμυνας, Ιωάννη Βαρβιτσιώτη.

2  Σε μία πολύ πετυχημένη δημοσιογραφική τρολιά κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’90, το ένθετο περιοδικό “Έψιλον” της Ελευθεροτυπίας φιλοξένησε το Σαββόπουλο στη στήλη “οι Απέναντι”, στην οποία γίνονταν οι ίδιες ερωτήσεις σε δύο διαφορετικά πρόσωπα σε αντικριστές σελίδες. Όμως οι ερωτήσεις που του έγιναν ήταν παρμένες από μια παλιά του συνέντευξη -είκοσι χρόνια νωρίτερα- κι έτσι ο μεταλλαγμένος Σαββόπουλος βρέθηκε απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό, με τον τίτλο “Νιόνιος Σαββόπουλος VS Διονύσιος Σαββόπουλος”.

4  Με τον ίδιο βέβαια τρόπο εναλλάσσονται στιγμές ματζόρε και μινόρε και στον εθνικό ύμνο του Μάντζαρου (αυτόν με τα καρότα), αλλά ΟΚ δεν θα τρελαθούμε κιόλας με θεωρίες συνωμοσίας, καθώς πρόκειται για ένα απλούστατο και εντελώς κλασικό μουσικό κόλπο…

5  Εσκεμμένα παρελήφθη το “ι” στην κατάληξη “ες”, διότι άλλο βάρος έχει η “καρπαζά” και άλλο η “καρπαζιά”.

6  Ας σημειωθεί εδώ ότι ο σχετικός πασοκικός νόμος 1289/1982 είχε κυρίως συμβολική σημασία, αφού οι περισσότερες αντικομμουνιστικές διατάξεις του Μεταξά και των “επιγόνων” του είχαν ήδη καταργηθεί ή πέσει σε αχρησία από το 1974.

7  Οι εκλογές του 1981 ανέδειξαν τρικομματική βουλή, με ποσοστά ΠΑΣΟΚ 48,07%, ΝΔ 35,88%, ΚΚΕ 10,93%

8  Για το οπτικό/εικαστικό κομμάτι του βίντεο κλιπ δεν γίνεται καν λόγος στο κείμενο αυτό, ωστόσο μπορείτε εν είδει κριτικής να γκουγκλάρετε τις φράσεις “Αισθητικοποίηση του πολιτικού”, “Λένι Ρίφενσταλ”, “Χουντογλέντια”, “Κριντζ” και “Πάγωσε ο κώλος μας”.